Общий στα ελληνικά

Μετάφραση: общий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, μεστός, ποδιά, χαρακτηριστικός, λαμπρός, πλήρης, αμοιβαίος, δίχτυ, ολικός, ολόκληρος, συνεργάσιμος, συνέταιρος, συσχετίζω, συνηθισμένος, μεγάλος, γόμφος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Общий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атаковать στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, ...
  • впитаться στα ελληνικά - εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • детектор στα ελληνικά - ανιχνευτής, ανιχνευτή, του ανιχνευτή, ανίχνευσης, ανιχνευτών
  • жестоко στα ελληνικά - άγρια, απάνθρωπα, σκληρός, δύσκολος, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, ...
Τυχαίες λέξεις
Общий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, μεστός, ποδιά, χαρακτηριστικός, λαμπρός, πλήρης, αμοιβαίος, δίχτυ, ολικός, ολόκληρος, συνεργάσιμος, συνέταιρος, συσχετίζω, συνηθισμένος, μεγάλος, γόμφος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές