Обыкновенно στα ελληνικά
Μετάφραση: обыкновенно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βέβαια, κοινά, κοινώς, βεβαίως, ασφαλώς, συνήθως, γενικά, που συνήθως, κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благодушный στα ελληνικά - είδος, καλόβουλος, καλός, ευγενικός, συνετός, φρόνιμος, ευμενής, ...
- всеобщность στα ελληνικά - γενικότητα, γενικότητας, γενικότητος, γενικού χαρακτήρα, γενικότητά
- выражать στα ελληνικά - εισάγω, μεταδίδω, διαβάζω, βάζω, δείχνω, τοποθετώ, διαβιβάζω, ...
- дура στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Τυχαίες λέξεις
Обыкновенно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βέβαια, κοινά, κοινώς, βεβαίως, ασφαλώς, συνήθως, γενικά, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις: βέβαια, κοινά, κοινώς, βεβαίως, ασφαλώς, συνήθως, γενικά, που συνήθως, κανόνα