Обязательство στα ελληνικά
Μετάφραση: обязательство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωσιδικία, υπόσχομαι, εγχείρημα, υποχρέωση, προσήλωση, τριτεγγύηση, δεσμός, συνδέω, πίστη, δέσμευση, παθητικό, ευθύνη, αρραβώνες, αφιέρωση, δασμοί, υπόσχεση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- берилл στα ελληνικά - βηρύλλος, βηρύλλου, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl
- вдуматься στα ελληνικά - σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, το σκέφτομαι, σκεφτείτε, σκεφτείτε το, σκεφτώ
- внешний στα ελληνικά - επιπόλαιος, εξωτερικός, ξένος, επιφανειακός, επίσημος, εξωτερική, εξωτερικών, ...
- заваливаться στα ελληνικά - πτώση, βυθίζω, εκπίπτω, καταρρέω, σωριάζομαι, πέφτω, βυθίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Обязательство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωσιδικία, υπόσχομαι, εγχείρημα, υποχρέωση, προσήλωση, τριτεγγύηση, δεσμός, συνδέω, πίστη, δέσμευση, παθητικό, ευθύνη, αρραβώνες, αφιέρωση, δασμοί, υπόσχεση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Μεταφράσεις: δωσιδικία, υπόσχομαι, εγχείρημα, υποχρέωση, προσήλωση, τριτεγγύηση, δεσμός, συνδέω, πίστη, δέσμευση, παθητικό, ευθύνη, αρραβώνες, αφιέρωση, δασμοί, υπόσχεση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση