Овладевать στα ελληνικά

Μετάφραση: овладевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσπερνώ, κατάσχω, πνίγω, κύριος, κυριαρχώ, συντρίβω, μετρ, κρατώ, κατέχω, δεσπόζω, καταλαμβάνω, αποκτώ, ξεπερνώ, αμπάρι, αφέντης, έχω, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Овладевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бонза στα ελληνικά - βουδιστή ιερέα, άλλο βουδιστή
  • гнетущий στα ελληνικά - βλοσυρός, καταπιεστικός, σκυθρωπός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, ...
  • дентин στα ελληνικά - οδοντίνης, οδοντίνη, της οδοντίνης, την οδοντίνη, η οδοντίνη
  • заарканить στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
Τυχαίες λέξεις
Овладевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσπερνώ, κατάσχω, πνίγω, κύριος, κυριαρχώ, συντρίβω, μετρ, κρατώ, κατέχω, δεσπόζω, καταλαμβάνω, αποκτώ, ξεπερνώ, αμπάρι, αφέντης, έχω, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο