Оглушать στα ελληνικά
Μετάφραση: оглушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкалоид στα ελληνικά - αλκαλοειδές, αλκαλοειδούς, αλκαλοειδών, αλκαλοειδή, αλκαλοειδές που
- антитрестовский στα ελληνικά - αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αντιμονοπωλιακή, αντιμονοπωλιακές, αντιμονοπωλιακής, αντιμονοπωλιακών
- бутан στα ελληνικά - βουτάνιο, βουτανίου, βουτανο, το βουτάνιο, βουταν
- добивать στα ελληνικά - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Τυχαίες λέξεις
Оглушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί