Ограниченный στα ελληνικά
Μετάφραση: ограниченный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικροπρεπής, ασήμαντος, πεπερασμένος, στενόχωρος, στενός, πενιχρός, λιγοστός, περιορισμένος, παραδόπιστος, στενόμυαλη, στενόμυαλο, μισαλλόδοξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бережливый στα ελληνικά - αποταμίευση, εγκρατής, φειδωλός, λιτός, οικονομία, οικονόμος, φειδωλοί, ...
- вынос στα ελληνικά - απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
- едкость στα ελληνικά - δαγκώνω, πιπεριά, τσίμπημα, πιπέρι, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, ...
- завинчивать στα ελληνικά - βίδα, βιδώνω, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Τυχαίες λέξεις
Ограниченный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικροπρεπής, ασήμαντος, πεπερασμένος, στενόχωρος, στενός, πενιχρός, λιγοστός, περιορισμένος, παραδόπιστος, στενόμυαλη, στενόμυαλο, μισαλλόδοξης
Μεταφράσεις: μικροπρεπής, ασήμαντος, πεπερασμένος, στενόχωρος, στενός, πενιχρός, λιγοστός, περιορισμένος, παραδόπιστος, στενόμυαλη, στενόμυαλο, μισαλλόδοξης