Одеяло στα ελληνικά
Μετάφραση: одеяло, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύπτω, κουβέρτα, σκεπάζω, πάπλωμα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Μεταφράσεις
- атаман στα ελληνικά - κύριος, φύλαρχος, ηγετικός, οπλαρχηγός, αρχηγός, οπλαρχηγού, οπλαρχηγό, ...
- бескосточковый στα ελληνικά - άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι
- беспатентный στα ελληνικά - μη, Δωμάτια για μη, που δεν, χωρίς, εκτός
- браконьер στα ελληνικά - λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, poacher, λαθροκυνηγό, άρπαξ
Τυχαίες λέξεις
Одеяло στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύπτω, κουβέρτα, σκεπάζω, πάπλωμα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Μεταφράσεις: καλύπτω, κουβέρτα, σκεπάζω, πάπλωμα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα