Одинаково στα ελληνικά
Μετάφραση: одинаково, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξίσου, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- базальтовый στα ελληνικά - βασάλτης, βασάλτη, ο βασάλτης
- гнаться στα ελληνικά - κυνηγώ, ράτσα, επιδιώκω, παγανίζω, ασκώ, κυνηγητό, καταδίωξη, ...
- дендрология στα ελληνικά - δενδρολογία, δενδρολογίας, την δενδρολογία, η δενδρολογία
- доказывание στα ελληνικά - απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
Τυχαίες λέξεις
Одинаково στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξίσου, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα
Μεταφράσεις: εξίσου, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα