Омлет στα ελληνικά
Μετάφραση: омлет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумолчный στα ελληνικά - ασταμάτητος, bezumolchny
- вирулентность στα ελληνικά - καταφορά, τοξικότητα, μολυσματικότηταε, λοιμικότητας, λοιμοτοξικότητα, λοιμογόνο δύναμη
- влагонепроницаемый στα ελληνικά - υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
- впитывающий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
Τυχαίες λέξεις
Омлет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με