Опоясанный στα ελληνικά
Μετάφραση: опоясанный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, περιεκτικός, ζωσμένος, ζωσμένο, Belted, τους belted
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бухаться στα ελληνικά - πτώση, πέφτω, εκπίπτω, πέφτουνε βαριά, πέφτουν βαριά το ένα
- воздействовать στα ελληνικά - αντιδρώ, επηρεάζω, ασκώ, παριστάνω, επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, ...
- групповой στα ελληνικά - ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
- девица στα ελληνικά - κορίτσι, παρθένος, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα
Τυχαίες λέξεις
Опоясанный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, περιεκτικός, ζωσμένος, ζωσμένο, Belted, τους belted
Μεταφράσεις: σύντομος, περιεκτικός, ζωσμένος, ζωσμένο, Belted, τους belted