Определитель στα ελληνικά
Μετάφραση: определитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бокс στα ελληνικά - θαλαμίσκος, μάτι, δαχτυλίδι, πυγμαχώ, δακτυλίδι, κουτί, κάσα, ...
- вздрагивать στα ελληνικά - υποχωρώ, ανατριχίλα, ξεκίνημα, αρχίζω, τουρτουρίζω, ξεκινώ, πηδώ, ...
- выветрить στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, αφήνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
- дистрибутивный στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
Τυχαίες λέξεις
Определитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
Μεταφράσεις: κλειδί, καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα