Оселок στα ελληνικά
Μετάφραση: оселок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аффектация στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- виньетка στα ελληνικά - βινιέτα, σήμα τέλους, ευρωπαϊκό σήμα τέλους, σύντομο χρονογράφημα, vignette
- газообразный στα ελληνικά - αεριώδης, αέρια, αέριων, αέριου, αέριες
- дежурство στα ελληνικά - βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Оселок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος
Μεταφράσεις: τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος