Оставить στα ελληνικά
Μετάφραση: оставить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φεύγω, παρατάω, στρώνω, κοσμικός, εγκαταλείπω, ξαπλώνω, παραιτούμαι, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вбивать στα ελληνικά - σφαγή, φόνος, σκοτώνω, πελεκώ, οδηγώ, δολοφονώ, αυτοκίνητο, ...
- возложенный στα ελληνικά - κατεστημένων, εναπόκειται, βαρύνουν, νυν, κατεστημένου φορέα
- ворса στα ελληνικά - σωρός, Pile, στοίβα, Χνουδωτά, με πέλος
- высказываться στα ελληνικά - δηλώνω, προφέρω, γλώσσα, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Оставить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φεύγω, παρατάω, στρώνω, κοσμικός, εγκαταλείπω, ξαπλώνω, παραιτούμαι, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει
Μεταφράσεις: φεύγω, παρατάω, στρώνω, κοσμικός, εγκαταλείπω, ξαπλώνω, παραιτούμαι, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει