Остановка στα ελληνικά
Μετάφραση: остановка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακόπτω, καρέ, μένω, σταματώ, εξέδρα, καθυστέρηση, διάλειμμα, αναχαιτίζω, σταθμός, συνωστισμός, παύση, διακόπτω, διακοπή, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виляние στα ελληνικά - χρονοτριβή, κουνιέμαι, ταλάντευση, δόνησης, ταλάντωση, ταλάντευσης
- волосность στα ελληνικά - τριχοειδής, τριχοειδούς φαινομένου, τριχοειδούς ιδιότητας, τριχοειδές φαινόμενο, της τριχοειδούς ιδιότητας
- выдалбливать στα ελληνικά - υπόκωφος, σέσουλα, κούφιος, κοίλος, βαθουλωμένος, σκαρπέλο, τρυπώντας, ...
- высыпать στα ελληνικά - βάζω, χιμώ, ρίχνω, άδειο, κενή, κενό, κενών, ...
Τυχαίες λέξεις
Остановка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, μένω, σταματώ, εξέδρα, καθυστέρηση, διάλειμμα, αναχαιτίζω, σταθμός, συνωστισμός, παύση, διακόπτω, διακοπή, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, μένω, σταματώ, εξέδρα, καθυστέρηση, διάλειμμα, αναχαιτίζω, σταθμός, συνωστισμός, παύση, διακόπτω, διακοπή, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει