Отважность στα ελληνικά
Μετάφραση: отважность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θάρρος, θράσος, ιπποσύνη, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Μεταφράσεις
- актив στα ελληνικά - ενεργητικό, κεφάλαιο, ευθυδικία, προσόν, περιουσιακού στοιχείου, περιουσιακό στοιχείο, περιουσιακών στοιχείων
- благонамеренный στα ελληνικά - καλοπροαίρετο, καλοπροαίρετοι, καλοπροαίρετη, καλοπροαίρετες, καλοπροαίρετων
- горло στα ελληνικά - λαιμός, λαιμό, λαιμού, το λαιμό, του λαιμού
- гротеск στα ελληνικά - τερατώδης, αλλόκοτος, τραγελαφικός, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, αλλόκοτο
Τυχαίες λέξεις
Отважность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θάρρος, θράσος, ιπποσύνη, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Μεταφράσεις: θάρρος, θράσος, ιπποσύνη, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα