Отделять στα ελληνικά
Μετάφραση: отделять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκολλώ, μετακομίζω, αποκόβω, χωριστός, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διαζύγιο, ιδιαίτερος, διαχωρίζω, μερίδιο, απομονώνω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
- болевой στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, αλγεινός, οδυνηρός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, ...
- выкупаемый στα ελληνικά - εξαγοράσιμος, υπό, εξαγοράσιμες, εξαγοράσιμων, εξαγοράσιμα
- гогот στα ελληνικά - κακαρίζω, καγχασμός, καγχασμό, καγχάζω
Τυχαίες λέξεις
Отделять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκολλώ, μετακομίζω, αποκόβω, χωριστός, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διαζύγιο, ιδιαίτερος, διαχωρίζω, μερίδιο, απομονώνω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Μεταφράσεις: αποκολλώ, μετακομίζω, αποκόβω, χωριστός, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διαζύγιο, ιδιαίτερος, διαχωρίζω, μερίδιο, απομονώνω, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή