Отдергивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отдергивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атрофироваться στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- взаимодействует στα ελληνικά - αλληλεπιδρά, αλληλαντιδρά, αλληλεπιδρά το, να αλληλεπιδρά
- газификация στα ελληνικά - αεριοποίησης, αεριοποίηση, η αεριοποίηση, εξαερώσεως, την αεριοποίηση
- дудник στα ελληνικά - αγγελική, Angelica, αγγελικής, αγγέλικας, Αντζέλικα
Τυχαίες λέξεις
Отдергивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν