Относительно στα ελληνικά

Μετάφραση: относительно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχετικά, περίπου, για, περί, σχετικά με, όσον αφορά, σε σχέση με, σε σχέση, έναντι
Относительно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бутон στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, μπουμπούκι, οφθαλμός, bud, γενέσει, οφθαλμό
  • десятник στα ελληνικά - αφεντικό, εργοδηγός, επιστάτης, Foreman, επιστάτη, εργοδηγό
  • дивертисмент στα ελληνικά - ψυχαγωγία, διασκέδαση, επιλογές διασκέδασης
  • заботливо στα ελληνικά - επιφυλακτικά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
Τυχαίες λέξεις
Относительно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχετικά, περίπου, για, περί, σχετικά με, όσον αφορά, σε σχέση με, σε σχέση, έναντι