Отработать στα ελληνικά

Μετάφραση: отработать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Отработать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волокно στα ελληνικά - ίνα, χορδή, δημητριακά, σπυρί, κόκκος, νημάτιο, ινών, ...
  • должник στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
  • евангелист στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
  • женева στα ελληνικά - Γενεύη, Γενεύης, της Γενεύης, Geneva
Τυχαίες λέξεις
Отработать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες