Отрекаться στα ελληνικά
Μετάφραση: отрекаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποποιούμαι, εγκαταλείπω, υποχωρώ, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безатомный στα ελληνικά - nonatomic
- вертеться στα ελληνικά - περιστρέφομαι, ψωμάκι, στριφογυρίζω, βίδα, μηχανάκι, γνέθω, κυλώ, ...
- вислоухий στα ελληνικά - με κρεμάμενα ωτά
- впитываться στα ελληνικά - μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Τυχαίες λέξεις
Отрекаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποποιούμαι, εγκαταλείπω, υποχωρώ, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Μεταφράσεις: αποποιούμαι, εγκαταλείπω, υποχωρώ, αποκηρύσσω, απορρίπτω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από