Отстоять στα ελληνικά
Μετάφραση: отстоять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабочка-данаида στα ελληνικά - ηγεμόνας, μονάρχης, μονάρχη, Monarch, της Monarch, την Monarch
- даром στα ελληνικά - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- девичий στα ελληνικά - έφηβος, εφηβικός, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
- договорить στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, περατώνω, τερματισμός, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Отстоять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Μεταφράσεις: αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση