Оттискивать στα ελληνικά
Μετάφραση: оттискивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυπώνω, εμπριμέ, ottiskivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аммоний στα ελληνικά - αμμώνιο, αμμωνίου, του αμμωνίου
- антрацит στα ελληνικά - ανθρακίτης, ανθρακίτη, ανθρακί, του ανθρακίτη, τον ανθρακίτη
- аэрометр στα ελληνικά - αερόμετρο, μετρητής αερίου
- драже στα ελληνικά - ρίχνω, σοκολάτα, πετώ, ξεφορτώνομαι, κουφέτων, σακχαρόπηκτων, σακχαροπήκτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Оттискивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυπώνω, εμπριμέ, ottiskivat
Μεταφράσεις: τυπώνω, εμπριμέ, ottiskivat