Отхаркиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: отхаркиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεράκι, Hawk, γερακιού, γερακιών, το γεράκι
Отхаркиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдвигать στα ελληνικά - αποκλείω, μετακομίζω, σπρώξιμο, εξαλείφω, παρακωλύω, σπρώχνω, τσουλήθρα, ...
  • властвовать στα ελληνικά - κυριαρχώ, κανόνας, δεσπόζω, βασιλεία, επικρατώ, υπερισχύω, αποφασίζω, ...
  • десятина στα ελληνικά - δέκατο, δεκάτη, δεκάτης, φόρο της δεκάτης, τη δεκάτη
  • дуло στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
Τυχαίες λέξεις
Отхаркиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεράκι, Hawk, γερακιού, γερακιών, το γεράκι