Отшибать στα ελληνικά

Μετάφραση: отшибать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληγώνω, τραυματίζω, πονώ, απεργία, χτυπώ, otshibaet
Отшибать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввалившийся στα ελληνικά - κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, υπόκωφος, πέφτουν, στεγνωτήριο, κατρακυλούν, ...
  • выпрыгивать στα ελληνικά - χοροπηδώ, πηδώ, αναπηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, ...
  • додекаэдр στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
  • евангелие στα ελληνικά - ευαγγέλιο, ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, του ευαγγελίου
Τυχαίες λέξεις
Отшибать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληγώνω, τραυματίζω, πονώ, απεργία, χτυπώ, otshibaet