Ошалелый στα ελληνικά
Μετάφραση: ошалелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζουλός, τρελούτσικος, λωλός, θυμωμένος, τρελός, Σπέισι, Spacey, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ο Σπέισι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взлезть στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, vzlezt
- девичий στα ελληνικά - έφηβος, εφηβικός, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
- деформироваться στα ελληνικά - σχήμα, διαμορφώνω, διογκώνω, μορφώνω, αρμόζω, γίνομαι, σχηματίζω, ...
- долгосрочный στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
Τυχαίες λέξεις
Ошалелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζουλός, τρελούτσικος, λωλός, θυμωμένος, τρελός, Σπέισι, Spacey, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ο Σπέισι
Μεταφράσεις: κουζουλός, τρελούτσικος, λωλός, θυμωμένος, τρελός, Σπέισι, Spacey, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ο Σπέισι