Палящий στα ελληνικά
Μετάφραση: палящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλογισμένος, καυτερός, καψάλισμα, καυτό, καυτή, το καψάλισμα, κάψιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алло στα ελληνικά - εμπρός, γεια σας, γειά σου, γεια, Hello, γειά
- выбоина στα ελληνικά - τρύπα, λακκούβα, βάραθρο, λακκούβες, λακκούβας, pothole
- денационализация στα ελληνικά - κατάργηση εθνικοποίησης, αποκρατικοποίηση, αποκρατικοποίησης, απεθνικοποίηση, την αποκρατικοποίηση
- древнееврейский στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
Τυχαίες λέξεις
Палящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλογισμένος, καυτερός, καψάλισμα, καυτό, καυτή, το καψάλισμα, κάψιμο
Μεταφράσεις: φλογισμένος, καυτερός, καψάλισμα, καυτό, καυτή, το καψάλισμα, κάψιμο