Пара στα ελληνικά
Μετάφραση: пара, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθαμή, άντρας, αρμόζω, ταιριάζω, ατμός, σπίρτο, εξυπηρετώ, κοστούμι, αγώνας, συνταιριάζω, τύπος, συνάδελφος, ζευγάρι, βολεύω, αχνίζω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волна στα ελληνικά - πέλαγος, κύμα, μπικουτί, θάλασσα, κύματος, κυμάτων, κύματα, ...
- вскипать στα ελληνικά - καλά, αναβλύζω, πηγάδι, λοιπόν, φούσκα επάνω, φούσκα, αναβλύζουν, ...
- выдерживать στα ελληνικά - εξέδρα, μεστώνω, υποστηρίζω, υποφέρω, διαρκώ, φτουρώ, ωριμάζω, ...
- делопроизводство στα ελληνικά - λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία
Τυχαίες λέξεις
Пара στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθαμή, άντρας, αρμόζω, ταιριάζω, ατμός, σπίρτο, εξυπηρετώ, κοστούμι, αγώνας, συνταιριάζω, τύπος, συνάδελφος, ζευγάρι, βολεύω, αχνίζω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Μεταφράσεις: σπιθαμή, άντρας, αρμόζω, ταιριάζω, ατμός, σπίρτο, εξυπηρετώ, κοστούμι, αγώνας, συνταιριάζω, τύπος, συνάδελφος, ζευγάρι, βολεύω, αχνίζω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο