Συνταιριάζω στα ρωσικά

Μετάφραση: συνταιριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спичка, огнепровод, соревнование, состязание, пара, брак, пар, соискание, ровня, матч, партия, вписаться в, вписывается в, вписываться в, поместиться в, помещается в
Συνταιριάζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταιριάζω

συνταιριάζω συνώνυμα, συνταιριάζω λεξικό, συνταιριάζω συνώνυμο, συνταιριάζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, συνταιριάζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματάρχης στα ρωσικά - полковник, полковника, полковником, подполковник
  • συνταγματικός στα ρωσικά - конституциональный, кадет, конституционный, моцион, конституционная, конституционное, конституционного, ...
  • συνταξιούχος στα ρωσικά - пенсионер, студент, в отставке, отставной, отставке, пенсию, удалился
  • συνταρακτικός στα ρωσικά - помешивание, взбалтывание, животрепещущий, деятельный, волнующий, активный, отвратительный, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταιριάζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: спичка, огнепровод, соревнование, состязание, пара, брак, пар, соискание, ровня, матч, партия, вписаться в, вписывается в, вписываться в, поместиться в, помещается в