Параллельно στα ελληνικά
Μετάφραση: параллельно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- весты στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μισθός, φέρσιμο, διεξάγω, μόλυβδος, συμπεριφορά, ...
- выматывать στα ελληνικά - εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- грейфер στα ελληνικά - κουβάς, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
- диетный στα ελληνικά - θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Τυχαίες λέξεις
Параллельно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες