Парень στα ελληνικά

Μετάφραση: парень, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάδελφος, γρύλος, νεαρός, παιδί, τύπος, αγόρι, κόμματος, άντρας, πουλί, ζητιάνος, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος
Парень στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всесожжение στα ελληνικά - ολοκαύτωμα, ολοκαυτώματος, ολοκαυτωμα, ολοκαυτώματα
  • глушитель στα ελληνικά - κουκουλώνω, ασπίδα, πνίγω, σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, ...
  • дедовский στα ελληνικά - παππού, παππού του, του παππού, του παππού του, του παππού σας
  • доковылять στα ελληνικά - κουτσαίνω, χαλαρός, περδικλώνω, κούτσαμα, πέδικλο, χωλαίνω, περδουκλώνω
Τυχαίες λέξεις
Парень στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάδελφος, γρύλος, νεαρός, παιδί, τύπος, αγόρι, κόμματος, άντρας, πουλί, ζητιάνος, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος