Патрулировать στα ελληνικά
Μετάφραση: патрулировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπολία, περίπολος, περιπολίας, περιπολικά, περιπολικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безотлагательно στα ελληνικά - χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την
- буксовка στα ελληνικά - γλίστρημα, γλιστρώ, παραδρομή, ολίσθημα, της τριβής, του τριψίματος, από αμυχές, ...
- всенародный στα ελληνικά - εθνικός, σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
- допекать στα ελληνικά - dopekat
Τυχαίες λέξεις
Патрулировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπολία, περίπολος, περιπολίας, περιπολικά, περιπολικό
Μεταφράσεις: περιπολία, περίπολος, περιπολίας, περιπολικά, περιπολικό