Первичный στα ελληνικά
Μετάφραση: первичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύστατος, στοιχειώδης, έσχατος, πρωτόγονος, απώτατος, πρωτότυπος, πρωταρχικός, αρχέγονος, γνήσιος, τελικός, πρώτος, αρχικά, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автотрасса στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμου, αυτοκινητόδρομου
- двукратный στα ελληνικά - σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
- деформироваться στα ελληνικά - σχήμα, διαμορφώνω, διογκώνω, μορφώνω, αρμόζω, γίνομαι, σχηματίζω, ...
- диагональ στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
Τυχαίες λέξεις
Первичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύστατος, στοιχειώδης, έσχατος, πρωτόγονος, απώτατος, πρωτότυπος, πρωταρχικός, αρχέγονος, γνήσιος, τελικός, πρώτος, αρχικά, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Μεταφράσεις: ύστατος, στοιχειώδης, έσχατος, πρωτόγονος, απώτατος, πρωτότυπος, πρωταρχικός, αρχέγονος, γνήσιος, τελικός, πρώτος, αρχικά, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια