Переваливаться στα ελληνικά

Μετάφραση: переваливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπίπτω, πτώση, πέφτω, κοντοπερίπατω, waddle, σείομαι, βαδίζων με μικρά βήματα
Переваливаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • афганский στα ελληνικά - Αφγανός, του Αφγανιστάν, αφγανική, αφγανικού, αφγανικό
  • выкрутить στα ελληνικά - στύβω, στροφή, καμπή, πλοκή, στραμπουλίζω, ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ...
  • дубровник στα ελληνικά - germander
  • жена στα ελληνικά - γυναίκα, σύζυγος, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Τυχαίες λέξεις
Переваливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πτώση, πέφτω, κοντοπερίπατω, waddle, σείομαι, βαδίζων με μικρά βήματα