Переваривать στα ελληνικά

Μετάφραση: переваривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, χωνεύω, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, πέψης, προϊόν πέψης
Переваривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бемоль στα ελληνικά - επίπεδος, διαμέρισμα, επίπεδα, επίπεδης, επίπεδη
  • галоп στα ελληνικά - γκάλοπ, καταπίνω, καλπάζω, καλπασμός, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, ...
  • глупость στα ελληνικά - μακροθυμία, αθωότητα, επιείκεια, γελοιότητα, πράγμα, τρέλα, ανοησία, ...
  • даун στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Переваривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, χωνεύω, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, πέψης, προϊόν πέψης