Перегреваться στα ελληνικά
Μετάφραση: перегреваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афоризм στα ελληνικά - απόφθεγμα, γνωμικό, αφορισμός, αφορισμό, ρητό, αφορισμού
- волк στα ελληνικά - λύκος, Wolf, λύκου, λύκο, λύκων
- дура στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
- завоевывать στα ελληνικά - κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Τυχαίες λέξεις
Перегреваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Μεταφράσεις: υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν