Переоборудовать στα ελληνικά
Μετάφραση: переоборудовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, αποκαθιστώ, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антивещество στα ελληνικά - αντίσωμα, αντιύλη, αντιύλης, την αντιύλη, η αντιύλη, της αντιύλης
- восхвалять στα ελληνικά - εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
- выхаживать στα ελληνικά - νοσοκόμα, βράζω, υιοθετώ, θετός, ανατρέφω, βάγια, νοσηλευτή, ...
- драгировать στα ελληνικά - σέρνω, δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
Τυχαίες λέξεις
Переоборудовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, αποκαθιστώ, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, αποκαθιστώ, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή