Переполошить στα ελληνικά
Μετάφραση: переполошить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, ξέσπασμα, αναταραχή, συναγερμός, perepoloshit
Μεταφράσεις
- аккомпаниатор στα ελληνικά - συνοδεύων μουσικός, συνοδός, συνοδεία, συνοδό, accompanist
- бесовщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
- благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- велеть στα ελληνικά - παραγγέλλω, παραγγελία, διαθήκη, προσταγή, λέω, διηγούμαι, προαίρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Переполошить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, ξέσπασμα, αναταραχή, συναγερμός, perepoloshit
Μεταφράσεις: τρομάζω, ξέσπασμα, αναταραχή, συναγερμός, perepoloshit