Персик στα ελληνικά
Μετάφραση: персик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арестовать στα ελληνικά - φυλακίζω, σουφρώνω, τσιμπώ, προτομή, συλλαμβάνω, πιάνω, σύλληψη, ...
- безвыходность στα ελληνικά - απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, απόγνωση, την απελπισία
- воспроизвести στα ελληνικά - αναπαράγομαι, παίζω, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν
- завидущий στα ελληνικά - ζηλιάρης, ζηλόφθονος, zaviduschy
Τυχαίες λέξεις
Персик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα
Μεταφράσεις: γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα