Пилотировать στα ελληνικά
Μετάφραση: пилотировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιλότος, πετώ, μύγα, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Μεταφράσεις
- абонемент στα ελληνικά - συνδρομή, παραλαβή, παράδοση, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή
- амуниция στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- василий στα ελληνικά - βασιλικός, Βασίλης, Βασίλειος, Βασιλείου, Βασίλη
- голландский στα ελληνικά - Ολλανδός, ολλανδική, Ολλανδικά, ολλανδικές, ολλανδικό
Τυχαίες λέξεις
Пилотировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιλότος, πετώ, μύγα, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Μεταφράσεις: πιλότος, πετώ, μύγα, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική