Пихать στα ελληνικά
Μετάφραση: пихать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώξιμο, τσιγκλώ, σπρώχνω, ωθώ, ώθηση, shove
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амнистировать στα ελληνικά - αμνηστία, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, αμνηστεία
- бескомпромиссно στα ελληνικά - χωρίς συμβιβασμούς, αταλάντευτα, συμβιβασμούς, ανυποχώρητα, ασυμβίβαστα
- догадливый στα ελληνικά - καπάτσος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, έξυπνος, έχων ετοιμότητα πνεύματος, το έξυπνο
- древнееврейский στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
Τυχαίες λέξεις
Пихать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώξιμο, τσιγκλώ, σπρώχνω, ωθώ, ώθηση, shove
Μεταφράσεις: σπρώξιμο, τσιγκλώ, σπρώχνω, ωθώ, ώθηση, shove