Пленительный στα ελληνικά
Μετάφραση: пленительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, νεράιδα, μαγευτική, σαγηνευτική, μαγευτικό, συναρπαστική, σαγηνευτικό
Μεταφράσεις
- амур στα ελληνικά - αγαπώ, αγάπη, έρωτας, Έρως, Cupid, Έρωτα, θεού Έρωτα
- бак στα ελληνικά - δεξαμενή, δοχείο, καυστήρας, καζάνι, δεξαμενής, ρεζερβουάρ, δοχείου
- буржуазия στα ελληνικά - αστική τάξη, αστικής τάξης, μπουρζουαζία, μπουρζουαζίας, τάξη
- впечатление στα ελληνικά - επενέργεια, επενεργώ, πεποίθηση, αίσθημα, εντυπωσιάζω, αντίληψη, εντύπωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Пленительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, νεράιδα, μαγευτική, σαγηνευτική, μαγευτικό, συναρπαστική, σαγηνευτικό
Μεταφράσεις: μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, νεράιδα, μαγευτική, σαγηνευτική, μαγευτικό, συναρπαστική, σαγηνευτικό