Плоть στα ελληνικά
Μετάφραση: плоть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άργιλος, σάρκα, συμπληρώσουν, σάρκα και οστά, κρέας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бенгалец στα ελληνικά - Μπενγκάλι, Βεγγαλικά, bengali, Βεγγαλική, Βεγγάλης
- втиснуть στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
- данила στα ελληνικά - Danila, Ο Danila, τον Danila, στον Danila, Ντανίλα
- драпировка στα ελληνικά - τυλίγω, κουρτίνα, Προικός, κουρτίνας, πτυχώσεις, πτυχολογία
Τυχαίες λέξεις
Плоть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άργιλος, σάρκα, συμπληρώσουν, σάρκα και οστά, κρέας
Μεταφράσεις: άργιλος, σάρκα, συμπληρώσουν, σάρκα και οστά, κρέας