Плющить στα ελληνικά
Μετάφραση: плющить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοπεδώνω, ισιώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вырубка στα ελληνικά - άγραφτος, άγραφος, ξέφωτο, εγκοπή, πετσοκόβω, κενό, εκκαθάριση, ...
- гедонистический στα ελληνικά - ηδονιστικός, hedonistic, ηδονιστική, ηδονιστικό, ηδονιστικού
- деформирует στα ελληνικά - παραμορφώνεται, παραμορφώνει, παραμορφωθεί, παραμορφώνεται το
- джо στα ελληνικά - Joe, Τζο, Ο Joe, τον Joe, του Joe
Τυχαίες λέξεις
Плющить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, ισιώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω, ισιώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση