Поддерживать στα ελληνικά

Μετάφραση: поддерживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δευτερόλεπτο, συντηρώ, κρατώ, χορηγώ, μένω, υποστηρίζω, προστατεύω, προάγω, υποφέρω, δεύτερον, επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, δεύτερος, καρδαμώνω, αμύνομαι, συνήγορος, συμβαδίσει, να συμβαδίσει, κρατήσει μέχρι, διατηρηθεί, συμβαδίζει
Поддерживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анестезировать στα ελληνικά - καθιστώ αναίσθητο, αναίσθητο, αναισθητοποιήσει, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποιήσουν
  • бычачий στα ελληνικά - ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • выздороветь στα ελληνικά - ανάρρωση, παίρνω, επανακτώ, αποκτώ, αναρρώνω, ανακτώ, ανάκτηση, ...
  • домочадцы στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
Τυχαίες λέξεις
Поддерживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δευτερόλεπτο, συντηρώ, κρατώ, χορηγώ, μένω, υποστηρίζω, προστατεύω, προάγω, υποφέρω, δεύτερον, επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, δεύτερος, καρδαμώνω, αμύνομαι, συνήγορος, συμβαδίσει, να συμβαδίσει, κρατήσει μέχρι, διατηρηθεί, συμβαδίζει