Подниматься στα ελληνικά
Μετάφραση: подниматься, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апоплексия στα ελληνικά - αποπληξία, αποπληξίας, της αποπληξίας, apoplexy, την αποπληξία
- громить στα ελληνικά - συντρίβω, σπάζω, θρυμματίζω, κομματιάζω, σπάσιμο, Smash, συντριβή, ...
- детерминант στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
- джиттербаг στα ελληνικά - υπερβολικός χορευτής των νέων χορών, Jitterbug
Τυχαίες λέξεις
Подниматься στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται