Подозрительный στα ελληνικά

Μετάφραση: подозрительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύποπτος, προσεχτικός, προσεκτικός, ρούμι, αμφίβολος, καχύποπτος, υποπτεύομαι, επιφυλακτικός, φερόμενος, σκιερός, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη
Подозрительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • букса στα ελληνικά - θάμνος, Μπους, θάμνο, ο Μπους, του Μπους
  • ведренный στα ελληνικά - πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, Vedren
  • внеземной στα ελληνικά - εξωγήινη, εξωγήινων, εξωγήινο, εξωγήινος, εξωγήινης
  • грибковый στα ελληνικά - μυκητιασική, μυκητιασικές, μυκητιακές, από μύκητες, μυκητιασικής
Τυχαίες λέξεις
Подозрительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύποπτος, προσεχτικός, προσεκτικός, ρούμι, αμφίβολος, καχύποπτος, υποπτεύομαι, επιφυλακτικός, φερόμενος, σκιερός, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη