Подсобить στα ελληνικά

Μετάφραση: подсобить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, επικουρία, βοήθεια, αρωγή, podsobit
Подсобить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбре στα ελληνικά - μυρίζω, ευωδιά, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, οσμή, το άρωμα, ...
  • благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
  • дырокол στα ελληνικά - γρονθοκοπώ, τρυπητής, puncher
  • железистый στα ελληνικά - αδενικό, αδενική, αδενικού, αδενικά, αδενικές
Τυχαίες λέξεις
Подсобить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, επικουρία, βοήθεια, αρωγή, podsobit