Подыскивать στα ελληνικά

Μετάφραση: подыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, φαίνομαι, εύρημα, βλέμμα, βρίσκω, εμφάνιση, αναζητώ, ψάχνω, κοιτάζω, αναζητήστε, ψάξουν για, ψάξτε για, αναζητήσετε, αναζητήσουν
Подыскивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акселерация στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
  • боксер-профессионал στα ελληνικά - βραβείο, έπαθλο, βραβείου, το βραβείο, βραβείων
  • глас στα ελληνικά - φωνή, εκφράζω, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή
  • дезинфицирующий στα ελληνικά - απολυμαντικό, απολυμαντικού, απολυμαντική, απολύμανσης, απολυμαντικά
Τυχαίες λέξεις
Подыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, φαίνομαι, εύρημα, βλέμμα, βρίσκω, εμφάνιση, αναζητώ, ψάχνω, κοιτάζω, αναζητήστε, ψάξουν για, ψάξτε για, αναζητήσετε, αναζητήσουν