Показывающий στα ελληνικά

Μετάφραση: показывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερειστικός, αμφιλεγόμενος, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
Показывающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багроветь στα ελληνικά - αυξάνομαι, κοκκινίζω, μεγαλώνω, μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, ...
  • взмахивать στα ελληνικά - κύμα, φτεροκοπώ, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
  • выздоравливать στα ελληνικά - επανακτώ, ανακτώ, παίρνω, αποκτώ, αναρρώνω, ανάκτηση, ανακτήσει, ...
  • дерзнуть στα ελληνικά - τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
Τυχαίες λέξεις
Показывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερειστικός, αμφιλεγόμενος, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές