Поклясться στα ελληνικά
Μετάφραση: поклясться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάζω, όρκος, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боится στα ελληνικά - φόβους, φόβοι, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων
- ветка στα ελληνικά - κλάδος, κλαδί, ψεκάζω, κλαδάκι, μέλος, άκρο, υποκατάστημα, ...
- вниз στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- встрепка στα ελληνικά - επιτιμώ, vstrepka
Τυχαίες λέξεις
Поклясться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάζω, όρκος, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: τάζω, όρκος, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν